Οι Σουλιώτες προ της Επαναστάσεως του 1821

Πολλές από τις εξεγέρσεις τοπικών,  μικρών ή μεγάλων πληθυσμών την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης δεν υπερέβησαν τα όρια της χρονικής και χωρικής τους σημασίας. Δεν συνέβη το ίδιο, όπως ό­λοι γνωρίζουμε από τις εθνικές επετεί­ους των σχολικών χρόνων, με το Σούλι και τους αγώνες του εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Σε αυτή την πε­ρίπτωση, όλα είχαν ακριβώς την αντί­θετη φορά: τα γεγονότα στα οποία πρω­ταγωνίστησαν οι Σουλιώτες και ο περί­γυρος τους κατέγραψαν σημαντικές προ­σωπικότητες της εποχής, το δημοτικό τραγούδι τα αποθέωσε και η εθνική παι­δεία δίδαξε, έκτοτε, σε όλες τις γενιές των Ελλήνων τη θεμελιώδη συμβολή τους στην εθνεγερσία του 1821.
Στο λυκόφως του 18ου αιώνα, σε συν­θήκες διαμόρφωσης της σύγχρονης ελ­ληνικής εθνικής ταυτότητας, οι Σου­λιώτες αποτελούν, ήδη, σημείο αναφο­ράς του επαναστατικού λόγου. Στο θού­ριο, ο Ρήγας θα απευθυνθεί, το 1797 από τη Βιέννη, μεταξύ άλλων και στους πολεμικούς Σουλιώτες. Θα τους απο­καλέσει, «λιοντάρια ξακουστά». Είναι η χρονιά που ο Ρήγας συλλαμβάνεται στην Τεργέστη μαζί με τον Χρ. Περραιβό. Ο τελευταίος, μετά την απελευ­θέρωση του, θα γνωρίσει από κοντά τον ορεινό σουλιώτικο πληθυσμό, του ο­ποίου θα γίνει αμέσως μετά θαυμαστής και ιστορικός. Στην πρώτη έκδοση του έργου του, «Ιστορία του Σουλίου και Πάργας» (1803), θα αναγορεύσει τους Σουλιώτες σε μαχητές ισάξιους των Λα­κεδαιμονίων προγόνων. Δεν θα υστε­ρήσει σε θαυμασμό ο Κοραής, συμβάλ­λοντας, τον ίδιο χρόνο, στη δημοσιο­ποίηση των αγώνων τους, ενώ τρία χρό­νια αργότερα (1806), ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας θα θεωρήσει αυ­τούς τους αγώνες υπόδειγμα στάσης, την οποία οφείλουν να ενστερνιστούν, έναντι του τυράννου, άπαντες οι Έλλη­νες. Στο γύρισμα του αιώνα όλοι ανα­φέρονται σε αγώνες όταν μιλάνε για το Σούλι. Δεν έχουν άδικο. Η πολεμική ι­στορία του μετράει ήδη αρκετές δεκα­ετίες.
Οι οθωμανικές αρχές, εκπροσω­πούμενες από τους γειτονικούς πασά­δες, στρέφονται μεταξύ 1731-1733 ενα­ντίον της ευρύτερης περιοχής του Σου­λίου, η οποία θεωρείται από την Πύλη ως κέντρο φυγόδικων, ανταρτών και στασιαστών. Λίγο αργότερα, το 1754, γραπτή μαρτυρία, «ενθύμηση, σε εκ­κλησιαστικό βιβλίο χωριού της περιο­χής αφηγείται μια άλλη επίθεση, εκεί­νη του Μουσταφά πασά των Ιωαννίνων εναντίον του Σουλίου. Αλλά και είκο­σι χρόνια μετά, από την αντίπερα όχθη, οι Βενετοί των Επτανήσων παρακο­λουθούν, με ανησυχία, τους αγάδες και μπέηδες της Τσαμουριάς να επιτίθε­νται, το 1772, με πέντε χι­λιάδες Τουρκαλβανούς, ε­ναντίον του Σουλίου, σε μιά επιχείρηση επαναφοράς των κατοίκων του στο προη­γούμενο καθεστώς υποτα­γής. Μαθαίνουν ότι σκαρ­φάλωσαν στο σουλιώτικο βουνό, αποκρούστηκαν και εξαναγκάστηκαν, τελικά, σε άτακτη φυγή και αιχμα­λωσία. Αυτοί οι Τσάμηδες είναι από τους πρώτους που θα δοκιμάσουν, «στο πετσί τους», τι σήμαινε η κατά μέ­τωπο επίθεση στο δυσπρό­σιτο φυσικό οχυρό του Σουλίου. Την ί­δια εμπειρία θα έχουν αργότερα και τα στρατεύματα του Αλή πασά, όταν θα α­ποπειραθούν να εισβάλουν, το 1792, στα τέσσερα Σουλιώτικα χωριά. Δεν είναι υπερβολή ότι το φυσικό περιβάλλον μέ­σα στο οποίο έζησαν οι Σουλιώτες συνδέεται άμεσα με την εποποιία της επι­βίωσης αλλά και του πολεμικού τους φρονήματος και αποτελεί ένα από τα κλειδιά της ερμηνείας των συμπεριφο­ρών τους.

Η ορεινή, ποιμενική – πολεμική Σουλιώτικη κοινωνία
Οι Σουλιώτες κατοίκησαν ένα ορο­πέδιο (600 μ.) ανάμεσα σε δύο συμπα­γείς οροσειρές, της Παρα­μυθιάς και εκείνης που έγι­νε έκτοτε γνωστή ως όρη Σου­λίου (Βούτσι ή Κακοσούλι, 1553 μ. και Μούργκα, 1201 μ.). Εκεί αναπτύχθηκαν σε τέσσερις οικισμούς, το Σού­λι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο, αθέατους από την κοιλάδα της Λάκκας, στις ανατολικές υπώ­ρειες των σουλιωτικών βου­νών, και από τον μεγάλο κά­μπο του Φαναριού, στα δυ­τικά των βουνών της Παραμυθιάς. Από το νοτιό­τερο οικισμό, τον Αβαρίκο, μπορούσαν να κατεβαίνουν στη βαθιά και από­κρημνη χαράδρα, στο βάθος της οποί­ας ρέει ο Αχέρων, το ποτάμι που περι­βάλλει τα σουλιώτικα βουνά σαν φυσι­κή τάφρος για να καταλήξει σε ένα ευ­ρύ δέλτα στην πεδιάδα του Φαναριού πριν εκβάλει στο Ιόνιο πέλαγος. Σε αυτό το ασφαλές φυσικό καταφύγιο εγκαταστάθηκε η αρχική, αλβανόφωνη σουλιώτικη ομάδα, στο πλαίσιο μιας μαζικής μεταναστευτικής κίνησης προς νότο, μέσα από δυσδιάκριτα δρομολόγια, αλβανικών ποιμενικών ομάδων, στη διάρκεια του 14ου αιώνα. Εκεί θα παραμείνει αφανής, ασκώντας την επιβιωτική της κτηνοτροφία, για να έλθει τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο προσκήνιο της ιστορίας.
Πυρήνα της κοινωνικής συγκρότησης των Σουλιωτών αποτελούσαν οι φάρες, μεγάλες οργανωμένες αιματοσυγγενικές ομάδες του τύπου των διακλαδωμένων γενών. Κατά τον Περραιβό στον οικισμό του Σουλίου κατοικούσα 19 φάρες στις οποίες ανήκαν 425 οικογένειες, στη Σαμονίβα 3 φάρες και οικογένειες, στην Κιάφα 4 φάρες και οικογένειες και στον Αβαρίκο 3 φάρες και 55 οικογένειες (β’ έκδοση Ιστορίας Σουλίου και Πάργας. Βενετία, 1815). σπάνιτων πόρων, η δημογραφική πι ση και ο αγώνας της επιβίωσης σε ένα αντίξοο περιβάλλον ενεργοποιούσαν αντιπαλότητες ανάμεσα στις φάρες, η αντεκδίκηση, η γνωστή «βεντέτα», συνιστούσε εθιμική πρακτική. Οι φάρες δρούσαν αυτόνομα, υπακούοντας μόνο στον αρχηγό τους, ενώ συναποφάσιζαν σαν ενιαία κοινοτητα μεσω της μη θεσμικά κατοχυρωμένης συνάθροισης των αρχηγών των γενών, οι ο­ποίοι, ωστόσο, διατηρούσαν την αυ­τονομία της δράσης τους.
Η κτηνοτροφία αποτελούσε την κύρια παραγωγική δραστηριότητα των τεσσάρων σουλιώτικων χωριών και η κατηγορία των φόρων, στην οποία ενέπιπτε το Σούλι υπό καθε­στώς οθωμανικής κυριαρχίας, επι­κυρώνει τον κτηνοτροφικό χαρα­κτήρα της κοινότητας. Οι Σουλιώ­τες πλήρωναν τη δεκάτη από τα κτη­νοτροφικά τους προϊόντα στον σπαχή του Σουλίου και απέδιδαν τον κε­φαλικό φόρο στον σουλτάνο. Έτσι, παρ’ όλα όσα έχουν ειπωθεί, οι Σου­λιώτες εκπλήρωναν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις απέναντι στην Πύ­λη και τους εκπροσώπους της, απο­δεχόμενοι την οθωμανική νομιμό­τητα. Ωστόσο, η απουσία του σπα­χή από το Σούλι (διέμενε στα Ιωάν­νινα) καθώς και η απουσία άλλων φορέων της οθωμανικής εξουσίας καθιστούσε το Σούλι μία κοινότητα χωρίς οθωμανική παρουσία στο ε­σωτερικό της με σχετικά περιθώρια αυτονομίας.
Μέσα στον 18ο αιώνα, η αλλη­λουχία αύξησης του πληθυσμού, στε­νότητας γης, εξάντλησης των βοσκοτόπων δημιουργεί εντάσεις στο Σούλι. Οι άλλοτε περιστασιακές, έ­νοπλες επιδρομές διαρπαγής ενα­ντίον περιοίκων μουσουλμανικών αλλά και χριστιανικών πληθυσμών θα γίνουν καθεστώς. «Γενναίο και άρπαγα σουλιώτικο λαό» θα τους χαρακτηρίσουν οι Βενετοί, το 1792, ενώ, το 1800, ο Γάλλος πρόξενος στην Αρτα, G. Dupre, θα επισημάνει ότι οι Σουλιώτες ζουν ανεξάρτητοι από την παραγωγή της πε­ριοχής και μέσω αρπαγών που ασκούν σε βά­ρος των γειτόνων τους με τους οποίους βρίσκο­νται συνέχεια σε πόλεμο. Ο Περραιβός υπογραμ­μίζει την «παιδιόθεν» συστηματική ενασχόληση των Σουλιωτών με τα ό­πλα, τα οποία έχουν αποκτηθεί μέσω του εκ- χρηματισμού των προϊ­όντων της κτηνοτροφίας. Άλλωστε οι Σουλιώτες δεν πρωτοτυπούν. Η λη­στεία και η διαρπαγή, ως τρόπος βιο­πορισμού, ενδημούν στην ευρύτερη ημιορεινή και πεδινή ζώνη. Ωστό­σο. η ποιμενική σουλιώτικη κοινω­νία των υψιπέδων διαθέτει πλεονε­κτήματα. Εξορμώντας από ένα φυ­σικό οχυρό, ασκώντας μικρή, μη ε­ποχικά μετακινούμενη κτηνοτροφία, χωρίς οθωμανική παρουσία στο ε­σωτερικό της, μπορούσε να οργα­νώνει «εκ του ασφαλούς» την επιθετικότητά της.
Γενικότερες εξελίξεις υποβοη­θούν και προσανατολίζουν αυτή την επιθετικότητα. Η αποδυνάμωση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, οι αλλαγές στο δημοσιονομικό σύστη­μα, οι οικονομικές πιέσεις που επήλθαν ως εκ τούτου σε βάρος του χρι­στιανού παραγωγού, η προσφυγή στην άσκηση βίας εκ μέρους των δια­φόρων φορέων της οικονομικο-διοικητικής ιε­ραρχίας για αύξηση των κερδών τους είχαν ως συ­νέπεια να καταφεύγει, πολλές φορές, ο χρι­στιανικός παραγωγικός πληθυσμός κατά κοινότητες στην αναζήτηση προστασίας εκ μέρους κάποιου ισχυρού μουσουλμάνου πα­ράγοντα της περιοχής. Ο τελευταί­ος την εξασφάλιζε έναντι ετήσιων παροχών σε είδος ή σε χρήμα. Ω­στόσο, η δημιουργία και η γενίκευ­ση αυτών των μηχανισμών κατέληγαν με τη σειρά τους σε όλο και με­γαλύτερη εκμετάλλευση των χωρι­κών που έφθανε έως την ιδιοποίηση της γης τους από τους παρέχο­ντες την προστασία. Η παροχή προ­στασίας, που εμφανίζεται στην Ήπειρο γύρω στα μέσα του 17ου αι., θα γενικευθεί στα τέλη του ίδιου αι­ώνα, ενώ θα προσφεύγουν εξ ανά­γκης σε αυτήν τα περισσότερα χω­ριά στα μέσα του 18ου αι. Η δημο­γραφική αύξηση και η ανεπάρκεια των πόρων στα τέσσερα σουλιοτοχώρια θα εξωθήσουν τους κατοίκους τους, μέσα στον 18ο αι., να εκμεταλ­λευθούν την πολεμική δεινότητα που είχαν αποκτήσει στη διάρκεια μιας μακρόχρονης πρακτικής επιδρομών και αρπαγών. Έτσι. τα φτωχά και α­πομονωμένα μέχρι τότε σουλιώτικα γένη εξέρχονται δυναμικά από τον ορεινό τους θύλακα προς την ημιο­ρεινή ζώνη και κυρίως τα πεδινά ως ένοπλη δύναμη που παρέχει προ­στασία. Ένας χριστιανικός πληθυ­σμός θα ασκεί πλέον ένοπλη προ­στασία παράλληλα με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο. Μετά από αυτή την εξέλιξη, δρομολογείται, σχεδόν αναπόφευκτα, η δυναμική σύγκρουσης των Σουλιωτών με την οθωμανική εξουσία και τους τοπι­κούς εκπροσώπους της.
 Βάσω Ψιμούλη – Διδάκτωρ Ιστορίας
Τα Νέα, 1/9/2000

Comments